καταβασία

καταβασία
κατα-βᾰσία,
A v. καταιβασίη.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταβασία — η (Μ καταβασία) στον πληθ. οι καταβασίες ή αἱ καταβασίαι (λειτ.) οι ειρμοί τών κανόνων τών μεγάλων δεσποτικών ή θεομητορικών εορτών που ψάλλονται στην ακολουθία τού όρθρου μσν. κατάβαση, κάθοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάβασις. Οι ειρμοί τών κανόνων… …   Dictionary of Greek

  • καταβασία — η ειρμός, το πρώτο τροπάριο κάθε ωδής του κανόνα: Τώρα ψέλνουν την καταβασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Katabasia — or Katavasia (Greek καταβασία, from καταβαίον, go down ) is a type of hymn chanted in the Eastern Orthodox Church and those Eastern Catholic Churches which follow the Byzantine Rite. The katabasia is an irmos that is sung at the end of an ode of… …   Wikipedia

  • Катавасия — (греч. καταβασία схождение) в православном богослужении песнопение, которое поётся на утрене в праздничные и воскресные дни в заключение канона; после каждой песни канона следует соответствующая катавасия. Катавасия поётся по мелодико ритмической …   Википедия

  • катавасия — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. καταβασία схождение, выход, cоглашение). название… …   Словарь церковнославянского языка

  • κάθισμα — το (AM κάθισμα) [καθίζω] το έπιπλο ή το μέρος πάνω στο οποίο κάθεται κάποιος, έδρα, θέση, καρέκλα, έδρανο («όλα τα καθίσματα ήταν γεμάτα») νεοελλ. 1. ο τρόπος που κάθεται κάποιος («προκλητικό κάθισμα») 2. καθίζηση εδάφους ή οικοδομήματος,… …   Dictionary of Greek

  • κατεβασιά — η [κατεβάζω] 1. η ενέργεια τού κατεβάζω 2. άφθονη ροή υδάτων ποταμού ή ρεύματος 3. πολύ δυνατή αιφνίδια βροχή 4. ορμητικός άνεμος 5. καταρροή τής μύτης, συνάχι 6. καταρράκτης τών ματιών 7. κήλη, κατέβασμα 8. κατηφοριά 9. (σε αθλοπαιδιές,… …   Dictionary of Greek

  • μεταβασία — μεταβασία, ἡ (Μ) μετακίνηση, μετανάστευση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μετάβασις κατά τα θηλ. σε ία (πρβλ. κατάβασις καταβασία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”